- τραχειακός
- η , ό[ν] трахейный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραχειακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τραχεία 2. φρ. α) «τραχειακός μυς» ανατ. μυϊκό πέταλο που βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια τής τραχείας β) «τραχειακό βράγχιο» ζωολ. τροποποίηση τού τραχειακού αναπνευστικού συστήματος η οποία… … Dictionary of Greek
τραχειακός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την τραχεία: Τραχειακή αιμορραγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)